- ξυπάζω
- και ξυπώ1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον, κάνω κάποιον να τρομάξει2. (ενεργκαι μέσ.) φοβίζομαι, τρομάζω, σκιάζομαι3. μτφ. ξαφνιάζω, εκπλήσσω4. μέσ. ξυπάζομαιυπερηφανεύομαι, επαίρομαι, κομπάζω («πώς συνεννοείσαι με αυτόν τον ξυπασμένο;»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-συσπάζω < ἐκ-συσπῶ / -ῶμαι, κατά τα ρ. σε -άζω, με σίγηση τού αρκτ. ε- και ανομοιωτική σίγηση τού δεύτερου -σ-. Η γραφή τής λ. με -ι- και δύο -π-θεωρείται εσφαλμένη και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεσή της με το αρχ. ρ. ἐξιππάζομαι «εξέρχομαι έφιππος»].
Dictionary of Greek. 2013.